- μυριομέγας
- μῡρῐο-μέγας, ὁ,A infinitely great,
Ἑρμῆς Zos.Alch. p.230
B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἑρμῆς Zos.Alch. p.230
B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυριομέγας — μυριομέγας, ὁ (Α) πάρα πολύ μεγάλος, μυριάκις μέγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μέγας] … Dictionary of Greek
μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… … Dictionary of Greek
μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή … Dictionary of Greek